- προκαθιζάνω
- προκαθ-ιζάνω,A cause to sit down in,
με . . εἰς φρέαρ Supp.Epigr.4.573.3
(Notium, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
με . . εἰς φρέαρ Supp.Epigr.4.573.3
(Notium, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαθιζάνω — Α βάζω κάποιον να καθίσει («προκαθιζάνειν με... εἰς φρέαρ», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθιζάνω «καθίζω»] … Dictionary of Greek